- ζόρι
- το1. άσκηση πίεσης, βία, καταναγκασμός2. δυσκολία, δυσχέρεια, αντίσταση («τά βρήκα ζόρι» — βρήκα δυσκολίες).[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. zor].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζόρι — το πληθ. ζόρια, τα (λ. τουρκ.) 1. δυσκολία: Βρήκε τα ζόρια. 2. βία: Θα φας το φαγητό με το ζόρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζορίζω — [ζόρι] 1. πιέζω, καταναγκάζω 2. φέρνω κάποιον σε δύσκολη θέση, στενοχωρώ … Dictionary of Greek
ζορεύω — [ζόρι] ζορίζω* … Dictionary of Greek
ζόρικος — η, ο [ζόρι] 1. κουραστικός, δύσκολος («τα πράγματα είναι πολύ ζόρικα») 2. (για πρόσ.) δύστροπος, στριμμένος, ανάποδος, ατίθασος («ζόρικο παιδί»). επίρρ... ζόρικα με πολύ ζόρι, με δυσκολία … Dictionary of Greek
Dimitris Nikolaidis — For other uses, see Nikolaidis. Dimitris Nikolaidis Born 1922 Asia Minor (now Turkey) Died January 1993 Athens, Greece … Wikipedia
ζόρεμα — το [ζορεύω] ζόρισμα, ζόρι, αναγκασμός, πίεση … Dictionary of Greek
μη — και, πριν από φωνήεν ή πριν από τα σύμφωνα κ, π, τ, ξ, ψ, μην (ΑΜ μή και μήν, Α ηλειακός τ. μά) (αρνητικό μόριο που συνοδεύει ρηματικούς ή ονοματικούς τύπους και δηλώνει βούληση, απόρριψη, σχετικότητα, υποκειμενικότητα, σε αντιδιαστολή προς το οὐ … Dictionary of Greek
παντρειά — και παντριά, η 1. νόμιμη σύζευξη άνδρα και γυναίκας, γάμος 2. φρ. α) «είναι τής παντρειάς» βρίσκεται σε ηλικία γάμου β) «με το ζόρι παντρειά» λέγεται για καθετί που επιβάλλεται με τη βία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. ὑπανδρειά < ὑπανδρεύω, με σίγηση τού … Dictionary of Greek
στανιό — το, Ν 1. ως επίθ. ακούσιος, αυτός που γίνεται παρά τη θέληση κάποιου («στανιό στεφάνι» γάμος ακούσιος, με εξαναγκασμό) 2. εξαναγκασμός, καταναγκασμός, ζόρι 3. φρ. «με το στανιό» ακούσια, με τη βία, καταναγκαστικά. [ΕΤΥΜΟΛ. Πολλές απόψεις έχουν… … Dictionary of Greek
στανιώς — Ν [στανιό] με το στανιό, με το ζόρι … Dictionary of Greek